Ιστορικά Στοιχεία Για Τους Οικισμούς Της Κοιλάδας Της Κόνιτσας
Το οικωνύμιο Κόνιτσα, κατά μία γνώμη, έχει σλαβική προέλευση και σημαίνει είτε άλογο, είτε κορυφή. Κατά την γνώμη μου, προήλθε από το όνομα Κιόνιν ή Κιόνις, το οποίο είχε δοθεί πριν από τις επιδρομές Σλάβων στον οικισμό, στο υπερκείμενο βουνό και στο κάστρο που είχε κτισθεί, σε πλαγιά του επί Ιουστιανού (τον 6ο αιώνα), και συν τω χρόνω μετασχηματίστηκε σε Κόνισσα-Κόνιτσα. Το 1458 το κάστρο κατεδαφίστηκε, αλλά ο μικρός ναός του διατηρήθηκε και αποτέλεσε το καθολικό μονής, η οποία το 1590 μεταφέρθηκε στην θέση Παλιομονάστηρο και το 1774 στην σημερινή θέση της στο Στόμιο της χαράδρας του Αώου, διατηρεί δε λειψανοθήκη του 1295, στην οποία είναι γραμμένο και το όνομα του «οσίου Αλυπίου του Κιονίτου», μάλλον ως προστάτη του οικισμού. Το οικωνύμιο μνημονεύεται σε κατάλογο κοζάδων του τέλους του 15ου αιώνα.
Πληθυσμός: το 1846 οι κάτοικοί της ήσαν 2.895 (χριστιανοί 1.095, μουσουλμάνοι 1.800), το 1874 4.218 (χριστιανοί 2.058, μουσουλμάνοι 2.160), το 1888 χριστιανοί 1.800, το 1911 χριστιανοί 1.489, το 1920 2.740, το 1940 2.313. Τον 19ο αιώνα η Κόνιτσα είχε 700-800 οικίες, δηλαδή 3.000-5.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι μισοί περίπου ήσαν μουσουλμάνοι, λεγόταν δε κασαμπάς ή πολιτεία επειδή πριν από τις καταστροφές του 1540 είχε 7.000 κατοίκους μαζί με τους γειτονικούς της οικισμούς.
Χαμηλότερα από το κάστρο, κατά τους αιώνες 3ο-1ο π.Χ., υπήρχε οχυρωματικός περίβολος μικρής κώμης. Στους αιώνες 13ο και 14ο, η Κόνιτσα υπαγόταν συνήθως στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και είχε εμπορικές σχέσεις με την Βενετία, ενίοτε δε το κάστρο της εφρουρείτο από Βενετούς.
Το 1430 η Κόνιτσα, αφού εξασφάλισε προνόμια, παραδόθηκε στους Τούρκους και έγινε έδρα σούμπαση και κατή. Το 1540 οι γείτονες μουσουλμάνοι Καραμουράτες προξένησαν στην περιοχή της πολλές ζημιές και έχτισαν στον οικισμό της τζαμί, αλλά απέτυχαν να την εξισλαμίσουν όπως επιδίωκαν. Το 1656, οπότε η περιοχή Διπαλίτσας, καταστράφηκε, οι ευκατάστατοι Καραμουρατάτες μετοίκησαν στην άνω συνοικία της Κόνιτσας, όπου έκτισαν δεύτερο τζαμί, άρχισε δε να λειτουργεί το Παζαρόπουλο για ένα μήνα κάθε έτος. Δέκα περίπου ισχυροί μπέηδες έγιναν τσιφλικάδες, σπαχήδες, φοροεισπράκτορες, έμμισθοι προστάτες, τοπάρχες, έχτισαν μεγάλα σπίτια τους και έστελναν τα παιδιά τους σε ελληνικά σχολεία. Οι μουσουλμάνοι είχαν έξι τεκέδες (ο ένας κτίσθηκε το 1670 περίπου) και 4 νεκροταφεία. Γύρω στο 1700, λόγω των αυθαιρεσιών τους, οι ευκατάστατοι Κονιτσιώτες (Μπέρκος, Χατζηνίκος, Λιάμπεης, Σκουμπουρδής κ.α.) μετοίκησαν στα Γιάννενα και αλλού.
Το 1718 οι χριστιανοί της κάτω συνοικίας εξόντωσαν ομάδα μουσουλμάνων ληστών και εξισλαμίσθηκαν για να μην τιμωρηθούν αλλά παρέμειναν κρυπτοχριστιανοί για πολλά χρόνια.
Κατά τον 16ο αιώνα τουλάχιστον, συγκροτούσαν την κώμη οι εξής συνοικίες: α) Κόνιτσα, κοντά στον Αώο, γύρω από τις εκκλησίες του Αγίου Ιωάννη (αντικαταστάθηκε με τζαμί το 1540), του Αγίου Δημητρίου (αντικαταστάθηκε με τεκέ το 1670 περίπου), των Αγίων Αποστόλων και της Αγίας Βαρβάρας (όπου υπήρχε και νεκροταφείο), β) Μποράτζιανη (σημαίνει στα σλάβικα μυρτιά, στα τούρκικα σαλπιγκτής), γύρω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, η οποία κτίσθηκε το 1458 μάλλον, κάηκε το 1829 και επανεγέρθηκε το 1843. γ) Παλιοχώρι, που βρισκόταν στον σημερινό χώρο μεταξύ του λάκκου Μπέρκου και του ναού Αγίου Κοσμά, στην θέση του οποίου υπήρχε εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (αντικαταστάθηκε με τζαμί το 1657 περίπου). δ) Μπέρκου, κάτω από την σημερινή περιοχή του στρατώνα, η οποία ανήκε στον τιμαριούχο Μπέρκο, μεταξύ της βρύσης του Αϊ Γιάννη και του κτιρίου της Γεωργικής Σχολής, στην θέση του οποίου υπήρχε εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (αντικαταστάθηκε με τεκέ το 1780 περίπου). Τον 19ο αιώνα ή και ενωρίτερα η κώμη διακρινόταν σε Άνω και Κάτω Κόνιτσα ή Βαρόσι.
Μολονότι η Κόνιτσα ήταν έδρα του ομώνυμου καζά, αποτελούσε μέτριο οικονομικό κέντρο ιδίως επειδή η διερχόμενη από αυτήν οδός Ιωαννίνων – Μακεδονίας ήταν συνήθως λιγότερο σημαντική της διερχόμενης από το Λεσκοβίκι και επειδή μέχρι τον 18ο αιώνα είχε μόνον τρεις μικρές πηγές ύδρευσης (στην σημερινή πλατεία, στον Αϊ Γιάννη και στο κάτω Τζαμί). Το υδρευτικό δίκτυό της βελτιώθηκε το 1849 με δωρεές του Μ. Σταύρου και δύο μπέηδων και έτσι τα νερά έγιναν άφθονα. Κυριότεροι οικονομικοί πόροι της ήσαν: τα προϊόντα του κάμπου της για αυτοκατανάλωση (σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, όσπρια, αμπελουργικά), η βυρσοδεψία, η γουνοποιία και η υφαντουργία. Στο Παζαρόπουλο επωλούντο και γυναικείες ποδιές κατασκευασμένες από Κονιτσιώτισσες. Υπήρχαν και λίγοι αργυροχρυσοχόοι, γύρω στο 1800 τουλάχιστον. Τα καταστήματα της αγοράς της κάηκαν περί το 1860, ενώ μετέπειτα έγιναν 200 περίπου. Τον 19ο αιώνα τουλάχιστον είχε όμορφα λιθόκτιστα σπίτια, περιβαλλόμενα από μεγάλους κήπους, αλλά δρόμους ακανόνιστους.
Οι γέφυρες διάβασης του Αώου ήσαν ξύλινες μέχρι το 1870, οπότε κατασκευάσθηκε η υπάρχουσα λίθινη που έχει άνοιγμα 35,60μ. και ύψος 19,25μ.. Πλησίον της, στην δεξιά πλευρά της χαράδρας, υπήρχαν ψευδαδάμαντες.
Στις αρχές του 18ου αιώνα μεταφέρθηκε στην κώμη από την Βελλά η έδρα της επισκοπής και ιδρύθηκε Ελληνική σχολή. Το επισκοπικό μέγαρο κτίσθηκε σταδιακά από το 1681 μέχρι το 1791. Αξιολογότεροι επίσκοποι υπήρξαν οι εξής: Μανασής 1593-1609 (ευσεβής, φρόνιμος, τολμηρός, φιλογενής), Παχώμιος 1656-1564 (φιλότιμος και φιλόκοσμος), Παΐσιος 1971-1978 (συγγραφέας, αγιορείτης), Δοσίθεος 1808-1812 (διδακτικός), Γερμανός 1863-1876 (φρόντισε για την εκπαίδευση). Στην μονή Στομίου εμόνασε ο όσιος Μαρούδης γύρω στο 1793.
Ο Άγιος Ιωάννης ο εκ Κονίτσης ήταν γιος τοπικού δερβίση, έγινε χριαστιανός και μαρτύρησε το 1814. Ο ιερομόναχος Χρύσανθος Λαϊνάς αναλώθηκε σε φιλανθρωπίες, ήταν δε ο πρώτος που φρόντισε για την απεικόνιση και την εξύμνηση του Αγίου Γεωργίου του εξ Ιωαννίνων. Ο ναός των Αγίων Αποστόλων που σώζεται στην Κάτω Κόνιτσα κτίσθηκε το 1791 στην θέση άλλου ναού που είχε κτισθεί τον 14ο αιώνα και είχε ανακαινισθεί τον 17ο αιώνα, στον οποίο χρονολογούνται και τρεις από τις υπάρχουσες εικόνες του.
Το 1721 αλληλομάχησαν μέσα στον οικισμό ασκέρια των τοπικών μπέηδων. Το 1756 ο Μουσταφά Πασάς άρπαξε από την μονή Στομίου τα χρήματα που αυτή ερανίσθηκε για να γίνουν έργα στο αρχονταρίκι της. Το 1780 ο ληστόβιος Αλή Τεπελενλής και το ασκέρι του συγκρούσθηκαν με τμήμα στρατού του Κούρτ Πασά μέσα στον οικισμό και στην τοποθεσία Παναγιά, σκοτώθηκαν πολλοί και οι κάτοικοι έφυγαν πρόσκαιρα από τα σπίτια τους.
Το 1785 ένας οπλαρχηγός του Πασά της Σκόδρας έκαψε τα εδώ σεράγια του παππού και του θείου του Αλή Τεπελενλή. Το 1789 ο Αλής, ένα έτος μετά τον διορισμό του ως Πασά της Ηπείρου, υποκίνησε σε αλληλομαχίες τους μπέηδες της Κόνιτσας και τους υπέταξε. Αργότερα, κάποιοι από αυτούς εχθρευόμενοι τον Αλή, δάνεισαν χρήματα στους Δελβινακιώτες για να του αντισταθούν.
Η μάνα του Αλή Πασά, Εσμιχάν ή Χάμκω, και μία από τις συζύγους του, η Ζιχάλκω, ήσαν Κονιτσιώτισσες. Ένας δεύτερος εξάδερφός του, ο συνετός Ισμαήλ μπέης, ήταν πιστός συνεργάτης του. Το 1807 ο αδερφός του Ισμαήλ ζήτησε από τον Αλή να τιμωρήσει έξι μπέηδες που "καταπάτησαν το σπίτι της αδερφής του". Ο Γιακούπ μπέης, διοικητής του καζά, ήταν ίσως συγγενής της Ζιχάλκως. Ο Χουσεΐν μπέης Κόνιτσας διετέλεσε επί πολλά έτη εκπρόσωπος του Αλή στην Υψηλή Πύλη. Άλλοι 5 τουλάχιστον Κονιτσιώτες μπέηδες διορίσθηκαν από τον Αλή ως τοπάρχες ή ως εκπρόσωποί του. Στον Κονιτσιώτη δάσκαλο Αν. Σίψα, έδωσε ως μνηστή μια κοπέλα του χαρεμιού του. Στον Ι. Ντίνα εκμίσθωσε το μονοπώλιο του ταμπάκου στον καζά. Το 1805 στην θέση Σιαδ' Κατή απαγχόνισε τον Ι. Μίνου ή Νταή επειδή κατήγγειλε αυθαιρεσίες του στον σουλτάνο. Το 1820 η οικογένεια του Μίνου και ομάδα Δελβινακιωτών νίκησαν πλησίον της γέφυρας τους οπλίτες του Αλή που εμπόδιζαν την φυγή τους στην Βεσαραβία. Ο προεστός Π. Σκουμπουρδής φυλακίσθηκε από τον Αλή και αποφυλακίσθηκε το 1808 καταβάλλοντάς του σεβαστό χρηματικό ποσό.
Ο Αλής το 1789 έκτισε το σεράγι του στην θέση του πυρποληθέντος σπιτιού του παππού του. Στο σεράγι διέμενε αργότερα μια κόρη της αδερφής του Χαϊνίτσας, στην οποία έστελνε ως υπηρέτριές της κάποιες από τις παλλακίδες του και η οποία είχε μαξιλάρια γεμάτα με μελλιά των Γαρδικιωτισσών που έσφαξε ο Αλής επειδή οι Γαρδικιώτες είχαν προσβάλλει την μάνα του και την αδερφή του. Ο Αλής κατείχε μεγάλο μέρος του κάμπου, αλλά μετέφερε την παραγωγή του αλλού, με συνέπεια να μην επαρκούν για τους Κονιτσιώτες τα δημητριακά του κάμπου. Στην κώμη εκτόπισε από το Σούλι τον οπλαρχηγό Λ. Σουλιώτη (ίσως Τζαβέλλα).
Στην Κόνιτσα έδρευε δερβέναγας, τουλάχιστον κατά τα έτη 1834, 1844, 1880. Στρατός εγκαταστάθηκε το 1877 λόγω της εμφάνισης ανταρτών στην περιοχή. Το 1883 κατασκευάσθηκε στρατώνας. Το δικαστήριο στεγαζόταν σε οίκημα γειτονικό προς το σεράγι του Αλή, έπειτα δε στο Διοικητήριο που βρισκόταν στην θέση του σημερινού νοσοκομείου. Ταχυδρομείο λειτούργησε από το 1875 και τηλεγραφείο από το 1881.
Γνωστοί μας πρόκριτοι των κοινοτήτων της Άνω και της Κάτω Κόνιτσας είναι ο Π.Δ. Ρωμιός (1781), ο Χ.Ζ. Τάτσης (1817) και για τα έτη 1822-1846 οι: Παν. και Χρ. Σκουμπουρδής, Δ. Λιάμπεης, Γ. Διαμάντης, Ν. Τάτσης, Ι. Πατέρας. Από το 1875 που η κώμη ονομάσθηκε δήμος, διετέλεσαν δήμαρχοι ο Νταλίπ μπέης μέχρι το 1905 και έκτοτε ο γιος του Ρουστέμ.
Η προαναφερθείσα Ελληνική σχολή λειτούργησε στην κάτω συνοικία μέχρι το 1922 και έκτοτε στην άνω. Αξιολογότεροι δάσκαλοί της ήσαν ο Γ. Μόστρας, απόφοιτος της Μπαλαναίας σχολής (1784-1794), ο Κοσμάς Θεσπρωτός, ένας από τους καλύτερους μαθητές του Ψαλίδα και λόγιος (1825-1833), ο ικανός δάσκαλος Ν. Παντούλας (1869-1874) και ο δραστήριος σχολάρχης Ν. Παπακώστας (1876-1879, 1890-1926). Στην άνω συνοικία το 1882 ιδρύθηκε νηπιαγωγείο για αγόρια και κορίτσια ενώ στο δημοτικό μαθήτευαν και κορίτσια από το 1893 μέχρι το 1902, οπότε συστήθηκε παρθεναγωγείο, το οποίο το 1905 έγινε νηπιαγωγείο. Στην κάτω συνοικία από το 1822 λειτούργησε δημοτικό σχολείο και από το 1905 και νηπιοπαρθεναγωγείο. Τα εκπαιδευτήρια αυτά τα χρηματοδοτούσαν η εκκλησία, ιδιώτες δωρητές και η βραχύβια Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης Κονίτσης που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1898. Από το 1872 λειτούργησαν και δύο σχολεία για τα τέκνα των μουσουλμάνων, ένα σε εκάστη των δύο συνοικιών.
Μεταξύ των καταγομένων από την Κόνιτσα που μνημονεύονται στις πηγές ως ευεργέτες της, ιδίως για την εκπαίδευση, ήσαν και οι εξής: Π. Χατζηνίκος (1709-1796), γουνέμπορος στα Γιάννενα και έπειτα στο Βουκουρέστι, μαζί με τον προστατευόμενό του Ζ. Καπλάνη, ακολούθως δε τραπεζίτης στην Τρανσυλβανία. Αδερφοί Μάνθου (γενν. περί το 1720), έμποροι στα Γιάννενα. Ι. Μάνθου (1740-1813), επιχειρηματίας στην Ουκρανία. Μ. Διαμάντη (περίπου 1740-1812), επιχειρηματίας στην Ρωσία. Ζ. Καραπάνος (1750-1829), μεγαλέμπορος στο Βουκουρέστι. Ζαΐρας και Τατζέτας, χορηγοί της Ελληνικής σχολής το 1785, ίσως επηρεασμένοι από τον Κοσμά Αιτωλό. Β. Μάσιος και Π. Σκουμπουρδής χορηγοί για την γέφυρα το 1833. Δ. Δερδέκης (1810-1881) και Δ. Χάμζος, έμποροι στην Ρουμανία. Μ. Σταύρου (1849), Ελμάς και Σουλεϊμάν (1851), χορηγοί για την ύδρευση. Αδερφοί Λιάμπεη, αδερφοί Μπεκιάρη, Μωχάμετ Σίσκο κ.ά., χορηγοί για την γέφυρα το 1870. Μετέπειτα: Ν. Τατσιόπουλος, Κ. Σδράβος, Γ. Καρέλος, Δ. Διαμάντης, Δ.Ι. Λιάμπεης, Δ. Δόσης κ.ά.
Άλλοι Κονιτσιώτες διακριθέντες: Π. Μπέρκος (γεν. 1640 περίπου), μεγαλέμπορος στα Γιάννενα και τιμαριούχος Νικ. Τσάκας (1733-1843), συμπολεμιστής του Κατσαντώνη και έπειτα του Καραϊσκάκη, χιλίαρχος. Αν. Σίψας (1772-1849), δάσκαλος στην Ζωσιμαία. Σ.Π. Σκουμπουρδής, έμπορος και κτηματίας στη Λαμία το 1845. Δ.Λ. Σουλιώτης (περίπου 1830-1908), απόφοιτος της Ζωσιμαίας, ευκατάστατος στο Βουκουρέστι από το 1861. Αρ. Πατέρας, εγγονός του Λ. Σουλιώτη, σχολάρχης στις Καλαρρύτες, καθηγητής στην Ιερατική Σχολή Άρτας. Γ. Σκουμπουρδής υπασπιστής του Γεωργίου Α'. Μακαρίου και Χαβέλας υπουργοί στην Ρουμανία. Μακαριάδης και Χαρισιάδης, έμποροι και τραπεζίτες στα Γιάννενα από το 1870 περίπου. Αρ. Ρωμαΐδης και Ν. Καρτεράκης, εργοστασιάρχης και φαρμακέμπορας αντιστοίχως στην Αθήνα το 1898. Δ. Ηγουμενίδης, γραμματέας πασά του Αργυροκάστρου και έπειτα του μητροπολίτη Ιωαννίνων, πέθανε το 1895. Β. Καζινιέρης, γιατρός και ποιητής το 1898. Δ. Ρόκκας, δρ. της Ιατρικής Σχολής του Παρισιού το 1894, Αθηναγόρας (1886-1972), πατριάρχης, γιός Κονιτσιώτισσας, Κ. Δόβας (1898-1981), αρχηγός ΓΕΕΘΑ, υπηρεσιακός πρωθυπουργός το 1961.
Στους διακριθέντες μουσουλμάνους Κονιτσιώτες, εκτός από τους προαναφερθέντες, περιλαμβάνονται και οι εξής: Λουφτή, πασάς των Ιωαννίνων περί το 1550. Ιμπραήμ, πασάς του Μπερατίου μέχρι το 1808. Μουσταφάς, σφραγιδοφύλακας του Βελή, γιού του Αλή πασά το 1818. Σουλεϊμάν και Λιατίφ, αναπληρωτές πασάδες Ιωαννίνων στο 1822 και στα 1826-1828 αντιστοίχως. Ναμίκ Κεμάλ (1840-1888), ποιητής, δημοσιογράφος, νομάρχης. Ισμαήλ (1845-1910), υπουργός Δικαιοσύνης. Μωχάμετ και Φαΐκ Σίσκο (γενν. περί το 1880), πρεσβευτές της Αλβανίας. Ζεκή πασάς, διοικητής στρατιάς κατά τα έτη 1912-1917. Στην Κόνιτσα έζησε εξόριστος κατά τα έτη 1842-1845 ο πιο σεβαστός στην Αλβανία δερβίσης που είχε μεταφράσει μεγάλο ποίημα από τα περσικά.
Το 1820 η μονή Στομίου καταλήφθηκε από Λεσινιώτες. Το 1844 ο ηγούμενος της μονής ληστεύθηκε στην Σιουσνίτσα. Το 1878 ομάδα ληστών απήγαγε τον Ν. Μπακιάρη, είχε δε σχεδιάσει να ληστεύσει τους αδερφούς Φλώρου και τους Κ. Γούναρη, ιατρό Πρίγκο και Νταλίπ μπέη. Το 1895 ο Κονιτσιώτης Αλή μπέης Μπέτσιος έγινε λήσταρχος.
Στην Κόνιτσα υπήρχαν οι εξής κατηγορίες επαγγελματιών μετά το 1850: α) Οι κτηματίες που είχαν τσιφλίκια στην Ήπειρο και στην Θεσσαλία. β) Οι έμποροι Μπεκιάρης, Πατέρας, Μάντζης, Κυριαζής, Χατζής, Δόβας, Τσολάκης, Ρούβαλης, Φλώρος, Νάτσης, Καμάνας, Ρούσης κ.ά. γ) Οι μικρότεροι μαγαζάτορες, δ) Οι μισθωτοί. Μετά το 1880 άνοιξαν μαγαζιά έξω από την παλιά αγορά, προς την πλατεία, Μολιστινοί, Στρατσιανίτες και έπειτα Κονιτσιώτες. Υπήρχαν και τρία χάνια: του Σουλεϊμάν, του Κούσιου και του Λούπα.
Οι παλαιότεροι γνωστοί μας γιατροί στην Κόνιτσα είναι: κάποιος Ζακυνθινός (1806), ο Γιαννιώτης Κ. Παχώμιος (1834-1837), ο Ζαγορίσιος Ι. Πρίγκος (1844-1894) και ο Ιταλός Ι. Μαντσίνι (1853-1875). Το 1862 ο Π. Ρούβαλης κατέγραψε γιατροσόφια.
Αναδημοσίευση από το Περιοδικό "Κόνιτσα" - Τεύχος 172, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2013